Σε ηλικία 75 ετών πέθανε χθες η Μαριανίνα Κριεζή μια σπουδαία στιχουργός που αφήνει πίσω της μεγάλο έργο… Εμείς την αποχαιρετάμε συγκεντρώνοντας εδώ κάποια από τα πιο ωραιότερα τραγούδια της με πρωταγωνιστές ζώα, καθώς ήταν η μόνη ή από τους ελάχιστους που ασχολήθηκαν με τα σκυλιά, τις γάτες, τις αλεπούδες και άλλα είδη και στιχουργικά και ανέδειξε μέσα από αυτά τα βάσανα τους καθώς τότε τα δικαιώματα των ζώων και οι κακοποιήσεις δεν ήταν αντικείμενο για δημόσια συζήτηση. Όμως εκείνη μιλούσε για αγάπη και έγραφε παράλληλα για εγκαταλείψεις, κακοποιήσεις, αδέσποτη ζωή…
Λίγα λόγια για τη ζωή της
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1947, μεγάλωσε στο Ψυχικό, με καταγωγή από την Ύδρα. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών χωρίς να πάρει πτυχίο, και Διακοσμητική - Σκηνογραφία στα εργαστήρια της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, όπου ολοκλήρωσε τις εκεί διετείς σπουδές της.
Το 1969 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει σχέδιο υφάσματος, επέστρεψε στην Ελλάδα, εργάστηκε ως γραφίστρια και την άνοιξη του 1977 άρχισε να συνεργάζεται με το Τρίτο Πρόγραμμα όταν διευθυντής ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Εκεί έγραψε τους στίχους όλων των τραγουδιών της ραδιοφωνικής εκπομπής Εδώ Λιλιπούπολη ενώ συμμετείχε και στα κείμενα, ιδίως ως συγγραφικό δίδυμο με την ηθοποιό Αννα Παναγιωτοπούλου. Συνέπραξε επίσης, ως κειμενογράφος, σε επιθεωρήσεις της «Ελεύθερης Σκηνής».
Στη μακρά σταδιοδρομία της ως στιχουργός συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τους: Αρλέτα, Ελένη Δήμου, Στράτος Διονυσίου, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Σαβίνα Γιαννάτου, Μιχάλης Μπαζάκας, Δήμητρα Γαλάνη, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μιχάλης Χατζηγιάννης, ενώ στίχους της έχουν μελοποιήσει συνθέτες όπως οι Λένα Πλάτωνος, Νίκος Κυπουργός, Δημήτρης Μαραγκόπουλος, Νίκος Χριστοδούλου, Λάκης Παπαδόπουλος, Γιάννης Σπανός, Δήμητρα Γαλάνη, Μιχάλης Καπούλας, Ευσταθία, Τάκης Μουσαφίρης, Διονύσης Τσακνής κ.ά.
Ως παραγωγός στην Ε.Ρ.Α. παρουσίασε διάφορες εκπομπές, όπως την φιλοζωική «Μου το 'πε ένα πουλάκι», τη νυχτερινή «Το νυχτικό του πύργου» και την εκπομπή «Αύριο όλα θα είναι καλύτερα».
Πλατεία Αμερικής
Ήταν ένα κουταβάκι,
ένα αδέσποτο σκυλάκι,
μια Δευτέρα στην πλατεία Αμερικής
που δεν το υιοθέτησε κανείς
Ήταν μια μικρή αγάπη,
φοβισμένη, ντελικάτη
που την άγγιξες μονάχα ένα λεπτό
και την προσπέρασα κι εγώ
Αν δεν ήταν λάθος μέρα,
αν δεν ήτανε Δευτέρα,
αν δεν ήταν η πλατεία Αμερικής
μπορεί και ν’ αγαπιόμασταν εμείς
Κι αν δε σ’ έπιανε φανάρι
να γινόμασταν ζευγάρι
και να κάναμε πολλά πολλά παιδιά
μα δεν έχει σημασία τώρα πια
Τώρα πάλι είμαστε μόνοι
όμως μη ζητάς συγγνώμη
δεν αξίζει ούτε να το συζητάς
ήταν κάτι που δεν έκανε για εμάς
Ήταν ένα κουταβάκι,
ένα αδέσποτο σκυλάκι,
μια Δευτέρα στην πλατεία Αμερικής
που δεν το υιοθέτησε κανείς
Σερενάτα
Κάπως σαν αστείο είπαμε αντίο
πήρα το πικάπ σου και μου πήρες το ψυγείο
πήρες τα σεντόνια πήρα τη μπιγκόνια
κι απ' το χωρισμό μας έχουν κλείσει τρία χρόνια
Δε θέλω να σε ξαναδώ
μανάρι μου τα κάναμε σαλάτα
θέλω μονάχα να σου πω
πως απόψε γέννησε η γάτα
Έκανε παιδάκια δυο τιγρέ γατάκια
τα 'χει παρατήσει στης κουζίνας τα πλακάκια
Μοιάζουν τα καημένα παραζαλισμένα
κι έβγαλα το ένα Παναγιώτη σαν εσένα
Δε θέλω να σε ξαναδώ
μανάρι μου τα κάναμε σαλάτα
θέλω μονάχα να σου πω
πως απόψε γέννησε η γάτα
Άραγε πού να 'σαι άραγε θυμάσαι
που 'λεγες στη γάτα "Σερενάτα μη φοβάσαι
σ' όλη τη ζωή μου θα 'σαι το γατί μου
δε θα ξαναδώσω σ' άλλη γάτα την ψυχή μου"
Δε θέλω να σε ξαναδώ
μανάρι μου τα κάναμε σαλάτα
θέλω μονάχα να σου πω
πως απόψε γέννησε η γάτα
Μες στη σιφονιέρα έγινε μητέρα
άφησε τα δυο της τα γατάκια εδώ πέρα
κι έφυγε από μένα για να 'ρθει σε σένα
πες μου τι να κάνω τα 'χω πια κι εγώ χαμένα
Μαύρα τα μαντάτα για τη Σερενάτα
που παλιά την τάιζες μπαρμπούνια μαρινάτα
τώρα δε σε νοιάζει πού ξεχειμωνιάζει
ούτε άμα στην πάτησε κανένας καμικάζι
Δε θέλω να σε ξαναδώ
μανάρι μου τα κάναμε σαλάτα
θέλω μονάχα να σου πω
πως απόψε γέννησε η γάτα
Μάτια μου αντίο τέλειωσε τ' αστείο
πήγα το πρωί και ξαν' αγόρασα ψυγείο
πάρε άλλα πιάτα βρες μιαν άλλη γάτα
όμως να θυμάσαι πού και πού την Σερενάτα
Δε θέλω να σε ξαναδώ
μανάρι μου τα κάναμε σαλάτα
θέλω μονάχα να σου πω
πως απόψε χάσαμε τη γάτα
Ο Μπλακ
Προχθές ο σκύλος μου ο Μπλακ
μου έφαγε μια πολυθρόνα,
τον έδωσα λοιπόν κι εγώ
σ’ ένα γνωστό μου κυνηγό
κάπου κοντά στο Μαραθώνα.
Τον έδεσε και μη μου λες
άλλο σκυλάκι ν’ αγαπήσω,
τον έκλεισε να κοιμηθεί
σ’ ένα συρμάτινο κλουβί
όμως ο Μπλακ γύρισε πίσω.
Γύρισε μια νύχτα που έβρεχε πολύ
εδώ σε μένα, την κυρά του
ίσως η αγάπη να είναι ένα σκυλί
που κουνάει ακόμα την ουρά του.
Μετά μου ζήτησαν το Μπλακ
ένα ζευγάρι Αμερικάνοι
μα είναι μακριά η Αμερική
κι ώσπου να φτάσει ο Μπλακ εκεί
είχε γεράσει και πεθάνει.
Τον κλάψανε και μη μου λες
άλλο σκυλάκι ν’ αγαπήσω,
τον κλείσανε να κοιμηθεί
σ’ ένα βελούδινο κουτί
όμως ο Μπλακ γύρισε πίσω.
Γύρισε μια νύχτα που έβρεχε πολύ
εδώ σε μένα, την κυρά του
ίσως η αγάπη να είναι ένα σκυλί
ή καμιά φορά το φάντασμά του.
Κατά βάθος αλεπού
Μεσ' της εθνικής οδού το ρεύμα
Νύχτα που γινόταν του χαμού
Πάτησες τα φρένα μέχρι τέρμα
Κι έπιασες την άσπρη αλεπού
Μισοτυφλωμένη απ' τα φανάρια
Δεν σε είδα φαίνεται καλά
Ήταν η ζωή μου μαύρη κι άδεια
Και μου υποσχέθηκες πολλά
Κι όταν με τα τόσα σου τα χάδια
Έφτασα να εξημερωθώ
Μου 'δωσες να φάω αποφάγια
Και μια κουρελού να κοιμηθώ
Να κοιμηθώ
Όμως όποιος άδικα πληγώνει
Την καρδιά της άσπρης αλεπούς
Πάντα κάποια μέρα το πληρώνει
Και μην κάνεις ότι δεν ακούς
Τώρα θα σ' ανοίξω τα χαρτιά μου
Σου 'κανα δυο χρόνια τον Λουλού
Μα όσο κι αν κουνούσα την ουρά μου
Ήμουν κατά βάθος αλεπού
Μη σε κολακεύει πρώτα πρώτα
Ότι σ' αγαπούσα αληθινά
Ήρθα να σου κλέψω καμιά κότα
Και να ξαναφύγω μακριά
Μακριά
Όταν σου τη δίνει η μοναξιά σου
Τρέχεις μεσ' την εθνική οδό
Με τρελαίνει το κορνάρισμά σου
Μα μπροστά σου δεν θα ξαναβγώ
Όχι δεν θα γίνω πάλι λιώμα
Μ' έχουνε χτυπήσει από παντού
Και παρά χορτάτο να 'μαι πτώμα
Κάλλιο πεινασμένη αλεπού
Ήταν και των δύο μας το λάθος
Κι έτσι δεν σε μίσησα ποτέ
Αν καμιά φορά χαθείς στο δάσος
Πέρασε να πιούμε έναν καφέ
Έναν καφέ
Ήταν και των δύο μας το λάθος
Κι έτσι δεν σε μίσησα ποτέ
Αν καμιά φορά χαθείς στο δάσος
Πέρασε να πιούμε έναν καφέ
Έναν καφέ
Ο ελαφοκυνηγός
Ο Αναστάσης της κυρα Νίκης,
ήταν ο πρώτος κυνηγός της Θεσσαλονίκης.
Κάποιο χειμώνα, στον Πλαταμώνα,
ένα ελάφι λένε πέτυχε στο ψαχνό,
και τότε όπως λεν οι γέροι στα καφενεία
πουλιά και άγγελοι γεμίσαν τον ουρανό,
και το ελάφι το πληγωμένο
είχε τα μάτια κοριτσιού δεκάξι χρονών.
Τον Αναστάση της κυρα Νίκης,
τον ξέραν όλοι οι κυνηγοί της Θεσσαλονίκης,
που με τα χιόνια, πενήντα χρόνια,
τούς φώναζε όταν ξεκινούσαν για το βουνό:
Ο ουρανός είναι παιδιά γεμάτος αγγέλους,
γι’ αυτό να μην πυροβολάτε τον ουρανό,
και το ελάφι το πληγωμένο,
έχει τα μάτια κοριτσιού δεκάξι χρονών.
Στον Αναστάση της κυρα Νίκης,
είπανε χτες δυο κυνηγοί της Θεσσαλονίκης:
Τέτοιο χειμώνα, στον Πλαταμώνα,
που πας παππού μέσα στ’ αγιάζι το πρωινό;
Κι ο Αναστάσης της κυρα Νίκης τούς είπε:
Πάω να συναντήσω τους αγγέλους στον ουρανό,
και το ελάφι το πληγωμένο,
που `χει τα μάτια κοριτσιού δεκάξι χρονών.
Το καναρίνι
Και με τα χιόνια
γυρνώντας απ' τα ψώνια
σε βρήκα στου μπαμπά την αγκαλιά
Να κλαις Ειρήνη
για το καναρίνι
που δεν θα ξανακελαηδήσει πια
Ένα άλλο καναρίνι θα σου φέρω
όταν περάσει κάμποσος καιρός
Είναι νωρίς ακόμα και το ξέρω
πόσο πονάει ο πρώτος χωρισμός
Θά΄ρθουνε κι άλλοι
κοπέλα πια μεγάλη
καμιά φορά σε μια κρυφή γωνιά
Θα κλαις Ειρήνη
για το καναρίνι
που δεν θα ξανακελαηδήσει πια
Όταν θα χάνεις κάποιον έρωτα σου
και θα πικραίνει η γλύκα του φιλιού
Θα νιώθεις πάντα μέσα στην καρδιά σου
το θάνατο ενός μικρού πουλιού
Και θα'ναι όλα πιο δύσκολα από τώρα
που έχεις του μπαμπά την αγκαλιά
Να κλαις Ειρήνη για το καναρίνι
που δεν θα ξανακελαηδήσει πια
Πάμε Νταβέλη
Δε λέει αυτός τα ψέματα τα χίλια σου
σα δεύτερος μου μοιάζει ευατός μου
και συ τονε κλωτσάς από τη ζήλεια σου
γιατί είναι ο Νταβέλης κολλητός μου
Μονάχα αυτός μου στάθηκε στα δύσκολα
δε βάζει νους εγώ τι του οφείλω
και συ κάθε πρωί μου λες ασύστολα
"μεγάλε ή εμένα ή το σκύλο"
Πάμε Νταβέλη
εφόσον η κύρια δε σε θέλει
Πάμε Νταβέλη
αδέσποτοι κι οι δυο μες στη βροχή
Πάμε Νταβέλη
εφόσον η κυρία δε σε θέλει
Πάμε Νταβέλη
να αρχίσουμε ξανά απ' την αρχή
Τα μάζεψα και φεύγω με το σκύλο μου
ατρόμητα και αποφασισμένα
γυναίκα που σιχαίνεται τον φίλο μου
ενδόμυχα σιχαίνεται και εμένα
Ζέβρα πυτζάμα
Μια αρκούδα καφέ
Μια αρκούδα καφέ, μια αρκούδα καφέ
τρέχει φορτωμένη μ’ ένα ξύλινο μπουφέ.
Αρκούδα καφέ, αρκούδα καφέ
πού τον πας αρκούδα μου τον ξύλινο μπουφέ;
Τον πάω γρήγορα στην Θήβα
στη χωματένια μου καλύβα
που `χει σε κάθε της φεγγίτη
μία φωλιά μ’ ένα σπουργίτη,
που `χει κι αντί για κεραμίδια
φλούδια από φουντούκια
και ξερά καρύδια.
Μια αρκούδα καφέ, μια αρκούδα καφέ
τρέχει φορτωμένη μ’ ένα ξύλινο μπουφέ.
Αρκούδα καφέ, αρκούδα καφέ
τι θα βάλεις πες μου μες στον ξύλινο μπουφέ;
Θα βάλω μια ψητή μπριζόλα,
ζεστή φακή στην κατσαρόλα.
Ένα καφέ με το καϊμάκι
κι ένα χοντρό σοκολατάκι
και μοναχή μου θα πλαγιάσω
δίπλα στον μπουφέ μου να ξεχειμωνιάσω.
Μια αρκούδα καφέ, μια αρκούδα καφέ
τρέχει φορτωμένη μ’ ένα ξύλινο μπουφέ.
Αρκούδα καφέ, αρκούδα καφέ
τρέχα τρέχα τρέχα τον ξύλινο μπουφέ!
Σαράντα γιδοπρόβατα
Σαράντα γιδοπρόβατα και εξήντα δυο μοσχάρια
Βελάζουνε ανάμεσα στα πράσινα πουρνάρια
Παιδιά της Λιλιπούπολης με γκλίτσες και ταγάρια
Ας τρέξουμε στη Λίλιτσα και στα παχιά χορτάρια
Ν’ αρμέξουμε τα πρόβατα, ν’ αρμέξουμε τα γίδια
Λιμάρια να μαζέψουμε λουλούδια και καρύδια
Και τη φλογέρα παίζοντας πέρα στην Κρύα Βρύση
Τον τράγο θα προσέχουμε να μην μας κουτουλήσει
Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων μία μικρή φώκια monachus - monachus εντοπίστηκε σήμερα το πρωί στην παραλία του Γυθείου, από κατοίκους της πόλης. Για το περιστατικό ενημερώθηκε αμέσως τόσο ο δήμος, όσο και το Λιμεναρχείο Γυθείου, στελέχη του οποίου έσπευσαν στο σημείο και διαπίστωσαν, ότι το θηλαστικό είναι καλά.
Ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορος της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.) θα απονεμηθεί στον Πίτερ Σίνγκερ τον Αυστραλό φιλόσοφο που από την δεκαετία του 1970 έθεσε το θέμα των εργαλειακών σχέσεων τις οποίες έχει αναπτύξει ο άνθρωπος με τους βιολογικούς του εταίρους, τα ζώα.
Οι Περιφέρειες (με τη συνδρομή Δήμων ή με ιδιώτες με τους οποίους κάνει σύμβαση) είναι αρμόδιες για την περισυλλογή ανεπιτήρητων ιπποειδών (των οποίων οι ιδιοκτήτες…