Η Σοφία Λαμπίκη ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία των δασκάλων (καθηγητών) που θα ήθελες να «ξεστραβώνουν» και το δικό σου παιδί, αν διαθέτεις έστω κοινή λογική. Ζει και εργάζεται στο νησί της Χίου και μέσα από τα κείμενα της – όσοι δεν την γνωρίζουν προσωπικά – καταλαβαίνουν πώς νοιάζεται και για τους μαθητές της (τα παιδιά γενικώς) και τα ζώα.
Πριν από 50 χρόνια
Γράφει συχνά, επισημαίνει αλλά κυρίως κατακρίνει τα όσα θλιβερά συμβαίνουν στον τόπο μας. Γράφει για το πώς μας χειραγωγούν τα Μ.Μ.Ε., αφού διαρκώς παρουσιάζουν το άσπρο ως μαύρο στηρίζοντας συγκεκριμένα συμφέροντα, επιχειρηματίες, πρακτικές, πολιτικές. Σήμερα η κα Λαμπίκη δημοσίευσε στο προφίλ της στο facebook ένα διήγημα για τα γενέθλια ενός παιδιού δύο χρόνων και το πώς εκείνο «περιγράφει» τη συμβίωση του με τα ζώα – μέλη της οικογένειας του…
Κάντε τον κόπο να το διαβάσετε και θυμηθείτε, ότι οι γονείς και οι δάσκαλοι είναι εκείνοι οι οποίοι μπορούν να διδάξουν στα παιδιά το αυτονόητο, δηλαδή ν’ αγαπούν τα ζώα που είναι συναισθανόμενα πλάσματα και έχουν δικαίωμα να ζούν μαζί μας.
Της Σοφίας Λαμπίκη
«Σήμερα είμαι δύο χρονών.
Δεν ξέρω τί είναι αυτό αλλά έτσι μου είπε η μαμά μου το πρωί που με φίλησε. Η μαμά μου είναι όμορφη. Τραγουδάει τώρα ενώ μου φτιάχνει την τούρτα μου. Δεν ξέρω τί είναι τούρτα αλλά αφού η μαμά μου είναι χαρούμενη θα είναι κάτι καλό.
Την κοιτώ που χορεύει στη κουζίνα μόνη της. Εγώ κάθομαι σε ένα παπλωματάκι που έχει βάλει δίπλα στη σόμπα στην κουζίνα μαζί με τη γάτα μας τη Λουλού. Κάνει κρύο σήμερα αλλά κοντά στη σόμπα είναι ζεστά και ακουμπάω το ποδάρι μου πάνω στην άσπρη γούνα της γατούλας που είναι πιο ζεστή.
Απ' έξω απ΄την πόρτα γαυγίζει ο Τζακ, ο σκύλος μου, τον αγαπάω πολύ γιατί μ' αφήνει, όταν περπατάω αργά αργά και πάω κοντά του μπουσουλώντας, να τρώω απ το πιάτο του. Κρατώ το χέρι μου σφιχτά ένα φύλλο από μια λεμονιά της αυλής και το μυρίζω. Το έκοψα απ’ το δέντρο το πρωί, με πήρε αγκαλιά η μαμά για να πάμε για ψώνια, μου πήρε, λέει, μια φορμίτσα, για το βράδυ που θα ‘ρθουν τα ξαδέλφια μου κι η φίλη μου η Μαρούσκα να κόψουμε την τούρτα (πάλι η τούρτα, δεν ξέρω τί είναι αλλά κόβεται… ούτε κόβεται ξέρω τί είναι)
Γειτόνισσες μπαίνουν απ΄ την πόρτα της κουζίνας "να σας ζήσει, σαν τα ψηλά βουνά, να τη δείτε όπως ποθείτε" σκύβουν, με ζουπάνε, χέρια που μυρίζουν κρεμμύδι με χαϊδεύουν, με φιλάνε χείλη υγρά που μοσκοβολάνε αγάπη. Να κι ο μπαμπάς. Με σηκώνει και με πετά ψηλά. Τσιρίζω απ' τη χαρά μου. Με φιλά και μου δίνει το δώρο μου, μια σβούρα ξύλινη, λέει η μαμά "μα σβούρα πήρες του παιδιού; μια κούκλα δεν μπορούσες;".
-Σβούρα, λέει ο μπαμπάς μου που τον κρατώ σφιχτά, θα της μάθω και πως να παίζει μαζί της. Δεν ξέρω τί είναι σβούρα αλλά για να μου την φέρει ο μπαμπάς μου κάτι καλό θα είναι.
-Της πήρα και ψάρι, γλώσσα, λέει που της αρέσει να της την κάνεις ψητή.
Αυτό ξέρω τί είναι, ένα φαΐ που μ' αρέσει είναι.
-Να μας ζήσει λέει ο μπαμπάς και παίρνει τη μαμά αγκαλιά και χορεύουν μαζί ενώ η μαμά μου τραγουδά.
Ξύπνησε κι η Λουλού, η γάτα, απ΄ τη φασαρία.
Ωραία που είναι να είσαι δύο χρονών... (πριν 50 χρόνια)».
Διαβάστε επίσης:
Κ.Τ.Ε.Ο. από γάτες;
Βοηθήστε μας να συνεχίσουμε να σας ενημερώνουμε για όσα συμβαίνουν στα ζώα στην Ελλάδα ενισχύοντας το www.zoosos.gr
αχ σοφια ολοι αναπωλουμαι τα ομορφα και αθωα παιδικα μας χρονια που ειναι αγνα και χωρις καμια ευθυνη ειμαι ογιος του τρυφων ετσι για να με γνωρισεις